- χιλιοστόγραμμο
- το, Νμετρολ. μετρική μονάδα βάρους ίση προς το ένα χιλιοστό τού γραμμαρίου, κν. μιλιγκράμ.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. milligram < milli- (βλ. μίλι-), το οποίο στον ελλ. τ. αποδόθηκε με το αντίστοιχο χιλιοστο-, + gram (< γράμμα). Η λ., στον λόγιο τ. χιλιοστόγραμμον, μαρτυρείται από το 1866 στον Αν. Κ. Χρηστομάνο].
Dictionary of Greek. 2013.